- πνίγω
- ΝΜΑ1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν τους κρίνους» β. «ἥν ὕλη πνίγῃ συνεξορμῶσα τῷ σίτῳ καὶ διαρπάζουσα», Ξεν.)3. στενοχωρώ, προκαλώ δυσφορία (α. «μέ πνίγουν τα χρέη» β. «ὅ δὲ μάλιστά με πνίγει τοῡτ' ἐστί»)νεοελλ.1. καταπιέζω, κρύβω ένα συναίσθημα μου («πνίγω την αγάπη μου»)2. παθ. πνίγομαι(για πλοίο) βυθίζομαι, βουλιάζω3. φρ. α) «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» και «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για άτομο που ταράζεται εύκολα, που τά χάνει εύκολα και για ασήμαντους λόγουςβ) «πνίγω στο αίμα» — προκαλώ πολλούς θανάτουςγ) παθ. «πνίγομαι στο αίμα» — πεθαίνωδ) «πνίγομαι στη δουλειά» — έχω πάρα πολλή εργασίαε) «είμαι πνιγμένος στο πράσινο» — λέγεται για χώρους όπου υπάρχουν πολλά φυτά4. παροιμ. α) «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» — αυτός που βρίσκεται σε απόγνωση προσπαθεί να σωθεί με κάθε τρόποβ) «εδώ καράβια πνίγονται [ή χάνονται] και βαρκούλες αρμενίζουν» — λέγεται για ανθρώπους που είναι απερίσκεπτα τολμηροίαρχ.1. παθ. (για φυτά) καλύπτομαι τελείως από νερό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ πλέον να ζήσω («τὰ φυτά... τοῑς πολλοίς [ὕδασι] πνίγεται», Πλούτ.)2. απρόσ. πνίγει(για μεγάλη θερμοκρασία) η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική3. πιέζω με εκβιασμό, εξαναγκάζω4. (σχετικά με φαγητό) βράζω ή ψήνω μέσα σε αεροστεγές αγγείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση τού ρ. τόσο με το επίσης εκφραστικό ρ. πνέω, όσο και με τα φρύγω «ψήνω» και κνίψ «είδος ζωυφίου». Το μακρό -ῑ- τού πνίγω διατηρείται σε όλους τους ρηματικούς και τους ονοματικούς τ., εκτός τού παθ. αορ. ἐπνῐγην, όπου το -ι- είναι βραχύ αναλογικά προς τους, παθ. αορ. με βραχύ φωνήεν (πρβλ. ἐτρῐβην). Επίσης βραχύ -ι- εμφανίζουν τα παράγωγα πνῐγεύς και πνῐγόεις (για μετρικούς λόγους).ΠΑΡ. πνιγεύς(-έας), πνιγμός, πνικτόςαρχ.πνιγίτις, πνίγμα, πνίγος, πνικτήρ, πνίξ, πνίξιςνεοελλ.πνιγάρης, πνιγούρα, πνίξιμο, πνίχτης.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπνίγω, καταπνίγωαρχ.εγκαταπνίγω, εναποπνίγω, επαποπνίγω, περιπνίγω, προσαποπνίγω, συμπνίγω].
Dictionary of Greek. 2013.